ΚΑΜΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ. ΑΝΥΠΑΡΚΤΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΡΌΛΗΨΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ & ΤΗΝ ΠΥΡΟΠΡΟΣΤΑΣΊΑ.

Κάνουμε τον σταυρό μας και κλαίμε κάθε χρόνο.


Δασικές πυρκαγιές: Προστασία και αποκατάσταση

Ο ανθρωπος εξαρτάται από τα δάση. Προμηθεύουν ξύλο και είναι σημαντικά για την αναψυχή του. Επιτελούν όμως και σημαντικές λειτουργίες. Ενισχύουν τη βιοποικιλότητα και το τοπίο, ρυθμίζουν το κλίμα, εμπλουτίζουν τους υπόγειους υδροφορείς με νερό και προστατεύουν το έδαφος. Τα δάση, πιθανώς να είναι ο πιο σημαντικός φυσικός πόρος στην Ευρώπη. Συγκρινόμενα με άλλα οικοσυστήματα στην Ευρώπη, φιλοξενούν τον μεγαλύτερο αριθμό θηλαστικών, πουλιών, ερπετών και αμφιβίων. Δυστυχώς όμως, κάποτε φθάνει η ώρα της πυρκαγιάς…
fires1
Πυροπροστασία ίσον πρόληψη
Η πυροπροστασία των δασών -γιατί για πυροπροστασία πρέπει να μιλάμε και όχι για δασοπυρόσβεση- έχει τρία διακριτά επίπεδα ή φάσεις.
Το πρώτο επίπεδο, το σημαντικότερο, αποτελεσματικότερο και το λιγότερο δαπανηρό είναι η πρόληψη. Οι πυρκαγιές πρέπει να προλαβαίνονται. Για τον σκοπό αυτόν λαμβάνονται συνήθως:
α) Καθαρά δασοκομικά μέτρα, όπως ο κατάλληλος χειρισμός των εύφλεκτων δασών της μεσογειακής ζώνης με κατάλληλες αραιώσεις, κλαδεύσεις και απομάκρυνση του εύφλεκτου υπόροφου κατά μήκος των δρόμων, ώστε να καταστούν λιγότερο εύφλεκτα και να εμποδίζεται η μετατροπή των ερπουσών πυρκαγιών σε επικόρυφες.
β) Αντιπυρικές ζώνες.
γ) Αστυνομικά μέτρα, με συνεχείς περιπολίες για την αποτροπή εμπρησμών αλλά και την έγκαιρη ανίχνευση εστιών πυρκαγιάς και την άμεση κατάσβεσή τους.
δ) Μέτρα ενημέρωσης του κοινού και κυρίως των επισκεπτών για τους κινδύνους εκδήλωσης πυρκαγιών.
Σε όλον τον κόσμο την ευθύνη πρόληψης των πυρκαγιών την έχουν οι δασικές υπηρεσίες. Στις Μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία υπάρχουν ειδικά ένστολα και ένοπλα σώματα όπως η Guarda Forestale της Ιταλίας και το Corpo Florestal της Πορτογαλίας, τα οποία έχουν την ευθύνη εφαρμογής της Δασικής Νομοθεσίας και της προστασίας του Δάσους.
Η άμεση πυρανίχνευση
Το δεύτερο επίπεδο αφορά την άμεση πυρανίχνευση, την έγκαιρη αναγγελία της πυρκαγιάς και την άμεση παρέμβαση, το αργότερο σε 15΄ από την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Για τον σκοπό αυτόν απαιτείται ένα ικανοποιητικό δίκτυο παρατηρητηρίων (πυροφυλακίων) κατάλληλα εξοπλισμένων με όργανα κατόπτευσης, πυρανίχνευσης και επικοινωνίας, επαρκώς στελεχωμένων με εξειδικευμένο προσωπικό και η διάθεση και διασπορά επαρκών σε αριθμό, ευκίνητων πυροσβεστικών μέσων και ομάδων δασοκομάντος που θα είναι σε θέση να βρίσκονται στην εστία της εκδηλωθείσης πυρκαγιάς σε διάστημα μικρότερο των 15′ το αργότερο.
Συντονισμός
Το τρίτο επίπεδο αφορά τη δασοπυρόσβεση αυτή καθαυτή. Εάν παρόλες τις προσπάθειες πρόληψης και άμεσης παρέμβασης η πυρκαγιά δεν μπόρεσε να τεθεί υπό έλεγχο και πάρει διαστάσεις τότε αρχίζει το πλέον δύσκολο, σύνθετο και πολυδάπανο έργο της δασοπυρόσβεσης ή καλύτερα της αναχαίτισης της πυρκαγιάς.
Το δυσκολότερο μέρος της επιχείρησης είναι ο συντονισμός. Σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιες δυνάμεις μετέχουν στη δασοπυρόσβεση, την ευθύνη συντονισμού την έχει ο τοπικός δασάρχης. Αυτός γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον το ανάγλυφο της περιοχής του, το οδικό δίκτυο, τις θέσεις υδροληψίας, την ευφλεκτότητα των οικοσυστημάτων της περιοχής δικαιοδοσίας του, τις πιθανές κατάλληλες θέσεις αναχαίτισης της πυρκαγιάς, τις θέσεις που επιδέχονται την εφαρμογή του αντίπυρος, το διαθέσιμο προσωπικό σε δασικούς υπαλλήλους, δασοπυροσβέστες και δασεργάτες, τις τυχόν απειλούμενες κτιριακές εγκαταστάσεις και οικισμούς ενώ γνωρίζει την οικολογία και τις ιδιαιτερότητες των δασικών πυρκαγιών.
fires2
Μετά την πυρκαγιά τι;
Οι δασικές πυρκαγιές δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Στη Μεσογειακή ζώνη πάντοτε ξεσπούσαν πυρκαγιές στα δάση, ξεσπούν και θα ξεσπούν και στο μέλλον. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές και συνήθως αναγεννιούνται εύκολα μετά από αυτές. Συνεπώς το πρώτο μέλημά μας δεν είναι η «αναδάσωση» η οποία πολλές φορές με τον τρόπο που γίνεται προκαλεί μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι η ίδια η πυρκαγιά.
Το μεγάλο πρόβλημα μετά από μια δασική πυρκαγιά και που χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση είναι ο κίνδυνος διάβρωσης των εδαφών τα οποία έχουν χάσει το προστατευτικό τους κάλυμμα και οι πλημμύρες που ακολουθούν. Μετά την πυρκαγιά, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται, το έδαφος δημιουργεί ένα επιφανειακό υδρόφοβο στρώμα, μια κρούστα, πάχους 5-6 mm το οποίο εμποδίζει το νερό να διηθηθεί μέσα στο έδαφος και το αναγκάζει να ρέει επιφανειακά και να αποκτά μεγάλη ταχύτητα και συνεπώς παρασυρτική δύναμη με αποτέλεσμα να αποσπάται το έδαφος και να προκαλείται διάβρωση και ξέπλυμα του εδάφους. Επίσης, ο συντελεστής απορροής, δηλαδή το ποσοστό του ποσού της βροχής που πέφτει σε μια περιοχή και απορρέει επιφανειακά, κυμαίνεται από 2,5-10%. Τα άλλα συγκρατούνται από την κομοστέγη του δάσους, καταναλώνονται για τις ανάγκες του και το υπόλοιπο διηθείται στο έδαφος και συγκρατείται στο πλούσιο σύστημα πόρων του εδάφους. Έτσι το δασικό έδαφος δρα σαν μια τεράστια ρυθμιστική δεξαμενή, που συγκρατεί τα νερά κατά τη διάρκεια των βροχών και το αποδίδει κατά την ξηρή περίοδο, εφοδιάζοντας τις επιφανειακές πηγές και τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Μετά την πυρκαγιά αυτός ο τεράστιος φυσικός ρυθμιστικός ταμιευτήρας έχει καταστραφεί και ο κίνδυνος πλημμυρών είναι προφανής.
Γι’ αυτό πριν από οποιαδήποτε αναδάσωση πρέπει να γίνουν τα κατάλληλα έργα αποτροπής της διάβρωσης και συγκράτησης των επιφανειακών ρεόντων υδάτων. Τα έργα αυτά είναι απλά και όχι ιδιαίτερα δαπανηρά. Πρέπει αμέσως να υλοτομηθούν όλα τα καμένα δένδρα και οι κορμοί τους να διατίθενται παράλληλα προς τις ισοϋψείς με τρόπο που να λειτουργούν ως μικρά φράγματα (κορμοφράγματα). Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν κορμοί τότε κατασκευάζονται κλαδοπλέγματα, τα οποία επιτελούν την ίδια λειτουργία.
Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουμε δύο πράγματα: αποτρέπουμε τη διάβρωση του εδάφους μειώνοντας την ταχύτητα του νερού και εμποδίζουμε την επιφανειακή απορροή, ενώ παράλληλα με την υλοτομία και τη σύρση των κορμών σπάει το υδρόφοβο στρώμα (η αδιάβροχη κρούστα) και το νερό διηθείται μέσα στο έδαφος. Επίσης, οι κορμοί που έρχονται σε επαφή με το έδαφος, σαπίζουν πολύ γρήγορα και αποσυντίθενται εμπλουτίζοντας το έδαφος με πολύτιμη οργανική ουσία, απαραίτητη για τη βιολογική δραστηριότητα του εδάφους. Όλα αυτά πρέπει να έχουν τελειώσει πριν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια το φθινόπωρο.
Αναδάσωση
Στα Μεσογειακά οικοσυστήματα της Χαλεπίου πεύκης, της τραχείας πεύκης και των αειφύλλων πλατυφύλλων αλλά και των θερμόβιων πλατυφύλλων (δρυοδασών και δασών Καστανιάς) δεν χρειάζεται καμία απολύτως αναδάσωση. Η χαλέπιος πέυκη διατηρεί τους κώνους, οι οποίοι δεν καίγονται και δεν ανοίγουν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, αλλά 24-48 ώρες μετά από αυτή, όταν πια έχει κρυώσει το έδαφος και δεν φυτρώνουν με την πρώτη βροχή, αλλά μόνον το φθινόπωρο, όταν έχουν πέσει πάνω από 25 mm βροχής και έχει διαβραχεί το έδαφος, το οποίο έτσι εξασφαλίζει την επιβίωση των αρτίφυτρων. Παράλληλα εμφανίζεται σε αφθονία η λαδανιά, ένα κατ’ εξοχήν πυρόφιλο είδος το οποίο προστατεύει τα νεαρά φυτάρια, σκιάζοντάς τα το καλοκαίρι, ενώ παράλληλα ο μύκητας που δημιουργεί μυκόρριζα στην λαδανιά (η οποία αυξάνει την ικανότητα προσρόφησης νερού και θρεπτικών στοιχείων των ριζών από το έδαφος πάνω από 100 φορές) δημιουργεί μυκόρριζα και στη χαλέπιο πεύκη. Έτσι η φυσική αναγέννηση της Χαλεπίου πεύκης είναι εξασφαλισμένη σε δάση ηλικίας μεγαλύτερης των 15-20 ετών.
Τα πλατύφυλλα είδη, τόσο τα αείφυλλα όσο και τα φυλλοβόλα, πρεμνοβλαστάνουν και ριζοβλαστάνουν έντονα μετά την πυρκαγιά, ήδη από το φθινόπωρο, οπότε και εδώ η αναγέννηση είναι εξασφαλισμένη και η αποκατάσταση του οικοσυστήματος και του τοπίου γίνεται με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Το πουρνάρι, το φιλύκη, ο σχίνος, οι κουμαριές, τα ρείκια σε ένα χρόνο φθάνουν και ξεπερνούν το 1 m, η αριά και οι φυλλοβόλες δρύες το 1,5 m, η δάφνη τα 2-2,5 m και η Καστανιά τα 3 m. Συνεπώς στη ζώνη αυτή δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα φυσικής αναγέννησης αρκεί να προστατευθεί από τη βοσκή και τους καταπατητές που καραδοκούν.
Το πρόβλημα δημιουργείται στα λεγόμενα ορεινά μεσογειακά κωνοφόρα δηλαδή στην ελάτη και τη μαύρη πεύκη. Η μαύρη πεύκη με τον χονδρό φλοιό της είναι προσαρμοσμένη σε έρπουσες πυρκαγιές οι οποίες διευκολύνουν τη φυσική αναγέννησή της αλλά δεν αντέχει σε επικόρυφες πυρκαγιές και δεν αναγεννάται φυσικά μετά από αυτές. Η ελάτη δεν αντέχει, δηλαδή δεν είναι προσαρμοσμένη ούτε στις έρπουσες ούτε στις επικόρυφες πυρκαγιές. Στην περίπτωση αυτών των δύο ειδών είναι απαραίτητα η αναδάσωση με υλικό που προέρχεται από σπόρους της ίδιας η γειτονικής περιοχής. Μπορούν να εφαρμοσθούν σπορές σε πινάκια ή φύτευση διετών φυτωρίων για τη μαύρη πεύκη και τετραετών για την ελάτη. Οι αναδασώσεις πρέπει να γίνουν με την ευθύνη και εποπτεία της δασικής υπηρεσίας και της αρμόδιας διεύθυνσης αναδασώσεων ή των οικείων δασαρχείων. Η αναδάσωση είναι ένα πολύ λεπτό και δαπανηρό εγχείρημα και πρέπει να γίνεται από τους ειδικούς και σύμφωνα με τις αρχές της αναδάσωσης.
Κλείνοντας, οι πυρκαγιές αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο που μπορεί βέβαια να προληφθεί. Όταν ωστόσο ξεσπάσει, δεν πρέπει να επικρατεί πανικός, αλλά να σχεδιάζονται με ψυχραιμία και γνώση, οι απαραίτητες ενέργειες για την κατά το δυνατόν ταχύτερη και καλύτερη αποκατάσταση της καταστροφής και ιδιαίτερα την αποτροπή της διάβρωσης του εδάφους και των πλημμυρών.

Πηγή: Eθνικό Kέντρο Bιοτόπων και Yγροτόπων

Προσαρμογή: parnassos.co.nr

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστούμε για την αναδημοσίευση του post μας,γιατί συμβάλλετε στην ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του κοινού.
    Ωστόσο μια παραπομπή στο blog μας στην αρχή του post θα ήταν αναγκαία.
    Καλή συνέχεια στην προσπάθειά σας.

    Parnassos.co.nr

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ λέγοντας τη γνώμη μου.